Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanguìgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sanˈgwiɲɲo]

κόκκινο χρώμα του αίματος

sanguìgno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sanˈgwiɲɲo]

1 αιμοφόρος
2 κόκκινος
3 αιμάτινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanguigna sanguinaccio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gruppo [αρσ.] sanguigno = η ομάδα αίματος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanguificare (ρ. μτβ.)
sanguificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanguificatore (ουσ αρσ )
sanguificazione (θηλ.ουσ)
sanguigna (θηλ.ουσ)
sanguigno (ουσ αρσ )
sanguigno (επίθ.)
sanguinaccio (ουσ αρσ )
sanguinante (επίθ.)
sanguinare (ρ.αμτβ.)
sanguinaria (θηλ.ουσ)
sanguinario (επίθ.)
sanguine (ουσ αρσ )
sanguinella (θηλ.ουσ)
sanguinolento (επίθ.)
sanguinosamente (επίρ.)
sanguinoso (επίθ.)
sanguisuga (θηλ.ουσ)
sanguivoro (επίθ.)
sanità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---