Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [saniˈta] η υγεία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαministero [αρσ.] della sanità = το Υπουργείο Υγείας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |