Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanguinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sangwjˈnoso], [sangwjˈnozo]

1 αιματωμένος
2 ματωμένος
3 αιμοβαφής
4 αιμόφυρτος
5 αιμοδιψής
6 αιματοβαμμένος
7 καταματωμένος
8 αιμάτινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanguinosamente sanguisuga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanguinario (επίθ.)
sanguine (ουσ αρσ )
sanguinella (θηλ.ουσ)
sanguinolento (επίθ.)
sanguinosamente (επίρ.)
sanguinoso (επίθ.)
sanguisuga (θηλ.ουσ)
sanguivoro (επίθ.)
sanità (θηλ.ουσ)
sanitario (ουσ αρσ )
sanitario (επίθ.)
sano (επίθ.)
sanrocchino (ουσ αρσ )
sansa (θηλ.ουσ)
sanscritista (ουσ αρσ και θηλ.)
sanscrito (ουσ αρσ )
sanscrito (επίθ.)
santabarbara (θηλ.ουσ)
santamente (επίρ.)
santarellina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---