ItalianoGreco


sanguinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sangwjˈnoso], [sangwjˈnozo]

1 αιματωμένος
2 ματωμένος
3 αιμοβαφής
4 αιμόφυρτος
5 αιμοδιψής
6 αιματοβαμμένος
7 καταματωμένος
8 αιμάτινος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---