Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanguinàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sangwiˈnarjo]

1 αιματόβρεκτος
2 αιμάτινος
3 ματωμένος
4 αιμοβόρος
5 αιματοκυλισμένος
6 αιμοδιψής
7 αιμόφυρτος
8 ανηλεής
9 δολοφονικός
10 ανελέητος
11 αιματωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanguinaria sanguine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanguigno (επίθ.)
sanguinaccio (ουσ αρσ )
sanguinante (επίθ.)
sanguinare (ρ.αμτβ.)
sanguinaria (θηλ.ουσ)
sanguinario (επίθ.)
sanguine (ουσ αρσ )
sanguinella (θηλ.ουσ)
sanguinolento (επίθ.)
sanguinosamente (επίρ.)
sanguinoso (επίθ.)
sanguisuga (θηλ.ουσ)
sanguivoro (επίθ.)
sanità (θηλ.ουσ)
sanitario (ουσ αρσ )
sanitario (επίθ.)
sano (επίθ.)
sanrocchino (ουσ αρσ )
sansa (θηλ.ουσ)
sanscritista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---