Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanguinolènto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sangwjnoˈlɛnto] 1 αιμορραγών 2 περιέχων ή βαμμένος με αίμα 3 ματωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |