Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanguinària
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sangwiˈnarja] 1 φυτό Sanguinaria canadensis 2 φυτό Geranium sanguineum permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |