Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sànscrito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsanskrito]

μελετητής της Σανσκριτικής

sànscrito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsanskrito]

ο της Σανσκριτικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanscritista santabarbara  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanitario (επίθ.)
sano (επίθ.)
sanrocchino (ουσ αρσ )
sansa (θηλ.ουσ)
sanscritista (ουσ αρσ και θηλ.)
sanscrito (ουσ αρσ )
sanscrito (επίθ.)
santabarbara (θηλ.ουσ)
santamente (επίρ.)
santarellina (θηλ.ουσ)
santerello (ουσ αρσ )
santificante (επίθ.)
santificare (ρ. μτβ.)
santificarsi (ρ.μ. (αντων.))
santificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
santificazione (θηλ.ουσ)
santimonia (θηλ.ουσ)
santino (ουσ αρσ )
santissimo (ουσ αρσ )
santissimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---