Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsànscrito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsanskrito] μελετητής της Σανσκριτικής sànscrito επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsanskrito] ο της Σανσκριτικής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |