Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


santimònia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [santiˈmɔnja]

1 υποκριτική θρησκοληψία
2 υποκρισία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  santificazione santino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

santificante (επίθ.)
santificare (ρ. μτβ.)
santificarsi (ρ.μ. (αντων.))
santificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
santificazione (θηλ.ουσ)
santimonia (θηλ.ουσ)
santino (ουσ αρσ )
santissimo (ουσ αρσ )
santissimo (επίθ.)
santità (θηλ.ουσ)
santo (ουσ αρσ )
santo (επίθ.)
santocchieria (θηλ.ουσ)
santocchio (αρσ. επίθ και ουσ)
santola (θηλ.ουσ)
santolo (ουσ αρσ )
santone (ουσ αρσ )
santonina (θηλ.ουσ)
santoreggia (θηλ.ουσ)
Santorino (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---