Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsantimònia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [santiˈmɔnja] 1 υποκριτική θρησκοληψία 2 υποκρισία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |