Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsànto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsanto] ο Άγιος, η Αγία sànto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsanto] Άγιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαSanta Maura [θηλ.] = η Λευκάδα || Santa Trinità [θηλ.] = η Άγια Τριάδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |