Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsantòcchio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sanˈtɔkkjo] 1 θρησκομανής 2 θρησκόληπτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |