Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sapidiˈta]

1 γευστικότητα
2 ευχάριστη γεύση
3 νοστιμάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sapere sapido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanzionare (ρ. μτβ.)
sanzione (θηλ.ουσ)
sapere (ουσ αρσ )
sapere (ρ.αμτβ.)
sapere (ρ. μτβ.)
sapidità (θηλ.ουσ)
sapido (επίθ.)
sapiente (ουσ αρσ )
sapiente (επίθ.)
sapientemente (επίρ.)
sapientone (αρσ. επίθ και ουσ)
sapienza (θηλ.ουσ)
saponaceo (επίθ.)
saponaio (ουσ αρσ )
saponaria (θηλ.ουσ)
saponario (επίθ.)
saponata (θηλ.ουσ)
sapone (ουσ αρσ )
saponetta (θηλ.ουσ)
saponiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---