Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaponàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sapoˈnajo] 1 πωλητής σαπουνιών 2 σαπωνοποιός 3 κατασκευαστής σαπουνιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |