Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsapiènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈpjɛnte] 1 σοφός άνθρωπος 2 άνθρωπος της γνώσης sapiènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [saˈpjɛnte] σοφός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |