Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saponàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sapoˈnaʧeo]

1 σαπωνοειδής
2 όμοιος με σαπούνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sapienza saponaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sapiente (ουσ αρσ )
sapiente (επίθ.)
sapientemente (επίρ.)
sapientone (αρσ. επίθ και ουσ)
sapienza (θηλ.ουσ)
saponaceo (επίθ.)
saponaio (ουσ αρσ )
saponaria (θηλ.ουσ)
saponario (επίθ.)
saponata (θηλ.ουσ)
sapone (ουσ αρσ )
saponetta (θηλ.ουσ)
saponiera (θηλ.ουσ)
saponiere (ουσ αρσ )
saponiero (επίθ.)
saponificabile (επίθ.)
saponificare (ρ. μτβ.)
saponificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saponificazione (θηλ.ουσ)
saponificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---