Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapiènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saˈpjɛntsa]

1 πληροφορία
2 πολυμάθεια
3 μάθηση
4 δαημοσύνη
5 ευβουλία
6 ελλογιμότητα
7 ειδημοσύνη
8 ενημέρωση
9 γνώση
10 βιβλίο της σοφίας (της Βίβλου)
11 πολυγνωσία
12 ευρυμάθεια
13 εκμάθηση
14 σοφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sapientone saponaceo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sapido (επίθ.)
sapiente (ουσ αρσ )
sapiente (επίθ.)
sapientemente (επίρ.)
sapientone (αρσ. επίθ και ουσ)
sapienza (θηλ.ουσ)
saponaceo (επίθ.)
saponaio (ουσ αρσ )
saponaria (θηλ.ουσ)
saponario (επίθ.)
saponata (θηλ.ουσ)
sapone (ουσ αρσ )
saponetta (θηλ.ουσ)
saponiera (θηλ.ουσ)
saponiere (ουσ αρσ )
saponiero (επίθ.)
saponificabile (επίθ.)
saponificare (ρ. μτβ.)
saponificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saponificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---