Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapientóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sapjenˈtone]

1 δοκησίσοφος
2 εξυπνάκιας
3 ξερόλας
4 μωρόσοφος
5 ξυλόσοφος
6 πολυμαθής αλλά χωρίς κρίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sapientemente sapienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sapidità (θηλ.ουσ)
sapido (επίθ.)
sapiente (ουσ αρσ )
sapiente (επίθ.)
sapientemente (επίρ.)
sapientone (αρσ. επίθ και ουσ)
sapienza (θηλ.ουσ)
saponaceo (επίθ.)
saponaio (ουσ αρσ )
saponaria (θηλ.ουσ)
saponario (επίθ.)
saponata (θηλ.ουσ)
sapone (ουσ αρσ )
saponetta (θηλ.ουσ)
saponiera (θηλ.ουσ)
saponiere (ουσ αρσ )
saponiero (επίθ.)
saponificabile (επίθ.)
saponificare (ρ. μτβ.)
saponificatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---