Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsapére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈpere] 1 γνώση 2 μάθηση 3 εκμάθηση 4 γνώση αποκτηθείσα από μελέτη 5 πολυμάθεια 6 γνώση αποκτηθείσα από διδασκαλία 7 μόρφωση sapére ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [saˈpere] 1 (avere sapore), έχω τη γεύση 2 (avere odore) έχω τη μυρωδιά sapére ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [saˈpere] ξέρω, γνωρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |