Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsantonìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [santoˈnina] 1 δηλητήριο φυτού artemisia cina 2 φυτό artemisia cina permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |