Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsantocchierìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [santokkjeˈria] 1 θρησκοληψία 2 υποκρισία 3 θρησκευτικός φανατισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |