Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsantità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [santiˈta] 1 αγιότητα 2 χρηστότητα 3 ηθικότητα 4 ιερότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |