Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


santìssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sanˈtissimo]

1 πανάγιο μυστήριο
2 αντίδωρο

santìssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sanˈtissimo]

1 ο πιο ιερός
2 πανάγιος
3 τρισάγιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  santino santità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

santificarsi (ρ.μ. (αντων.))
santificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
santificazione (θηλ.ουσ)
santimonia (θηλ.ουσ)
santino (ουσ αρσ )
santissimo (ουσ αρσ )
santissimo (επίθ.)
santità (θηλ.ουσ)
santo (ουσ αρσ )
santo (επίθ.)
santocchieria (θηλ.ουσ)
santocchio (αρσ. επίθ και ουσ)
santola (θηλ.ουσ)
santolo (ουσ αρσ )
santone (ουσ αρσ )
santonina (θηλ.ουσ)
santoreggia (θηλ.ουσ)
Santorino (κύρ.όν. θηλ.)
santuario (ουσ αρσ )
sanzionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---