Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàntolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsantolo]

νονός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  santola santone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

santo (ουσ αρσ )
santo (επίθ.)
santocchieria (θηλ.ουσ)
santocchio (αρσ. επίθ και ουσ)
santola (θηλ.ουσ)
santolo (ουσ αρσ )
santone (ουσ αρσ )
santonina (θηλ.ουσ)
santoreggia (θηλ.ουσ)
Santorino (κύρ.όν. θηλ.)
santuario (ουσ αρσ )
sanzionare (ρ. μτβ.)
sanzione (θηλ.ουσ)
sapere (ουσ αρσ )
sapere (ρ.αμτβ.)
sapere (ρ. μτβ.)
sapidità (θηλ.ουσ)
sapido (επίθ.)
sapiente (ουσ αρσ )
sapiente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---