Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


santerèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [santeˈrɛllo]

θρησκόληπτος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  santarellina santificante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sanscrito (ουσ αρσ )
sanscrito (επίθ.)
santabarbara (θηλ.ουσ)
santamente (επίρ.)
santarellina (θηλ.ουσ)
santerello (ουσ αρσ )
santificante (επίθ.)
santificare (ρ. μτβ.)
santificarsi (ρ.μ. (αντων.))
santificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
santificazione (θηλ.ουσ)
santimonia (θηλ.ουσ)
santino (ουσ αρσ )
santissimo (ουσ αρσ )
santissimo (επίθ.)
santità (θηλ.ουσ)
santo (ουσ αρσ )
santo (επίθ.)
santocchieria (θηλ.ουσ)
santocchio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---