Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanguificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sangwifiˈkare] 1 μετατρέπω σε αίμα 2 παράγω αίμα sanguificarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [sangwifiˈkarsi] μετατρέπομαι σε αίμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |