Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsanforizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sanforidˈdzare] επεξεργάζομαι υφάσματα ώστε να γίνουν σανφοριζέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |