Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàndalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsandalo]

(calzatura) το σαντάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sandalificio sandolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sancito (επίθ.)
sancta sanctorum (ουσ αρσ )
sanctus (ουσ αρσ )
sanculotto (ουσ αρσ )
sandalificio (ουσ αρσ )
sandalo (ουσ αρσ )
sandolino (ουσ αρσ )
sandracca (θηλ.ουσ)
sandwich (ουσ αρσ )
sanforizzare (ρ. μτβ.)
sanforizzato (επίθ.)
sangallo (ουσ αρσ )
sangria (θηλ.ουσ)
sangue (ουσ αρσ )
sangue (επίθ.)
sanguemisto (ουσ αρσ )
sanguifero (επίθ.)
sanguificare (ρ. μτβ.)
sanguificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanguificatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---