Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sanaˈtivo]

1 επουλωτικός
2 θεραπευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanarsi sanatoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

san (επίθ.)
sanabile (επίθ.)
sanabilità (θηλ.ουσ)
sanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sanarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanativo (επίθ.)
sanatoria (θηλ.ουσ)
sanatoriale (επίθ.)
sanatorio (ουσ αρσ )
sanatorio (επίθ.)
sancire (ρ. μτβ.)
sancito (επίθ.)
sancta sanctorum (ουσ αρσ )
sanctus (ουσ αρσ )
sanculotto (ουσ αρσ )
sandalificio (ουσ αρσ )
sandalo (ουσ αρσ )
sandolino (ουσ αρσ )
sandracca (θηλ.ουσ)
sandwich (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---