Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sanàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [saˈnare]

1 γιατρεύω
2 θεραπεύω
3 ιαίνω
4 αποθεραπεύω
5 επανακτώ
6 βελτιώνω
7 σώζω
8 αναμορφώνω
9 ανορθώνω
10 διορθώνω
11 επουλώνω
12 επαναφέρω στην υγεία του κάποιον

sanarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [saˈnarsi]

1 επουλώνομαι
2 θεραπεύομαι
3 γιατρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sanabilità sanativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sampietro (ουσ αρσ )
samurai (ουσ αρσ )
san (επίθ.)
sanabile (επίθ.)
sanabilità (θηλ.ουσ)
sanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sanarsi (ρ.μ. (αντων.))
sanativo (επίθ.)
sanatoria (θηλ.ουσ)
sanatoriale (επίθ.)
sanatorio (ουσ αρσ )
sanatorio (επίθ.)
sancire (ρ. μτβ.)
sancito (επίθ.)
sancta sanctorum (ουσ αρσ )
sanctus (ουσ αρσ )
sanculotto (ουσ αρσ )
sandalificio (ουσ αρσ )
sandalo (ουσ αρσ )
sandolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---