Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalvatàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salvaˈtadʤo] η διάσωση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiubbotto [αρσ.] di salvataggio = το σωσίβιο || scialuppa [θηλ.] di salvataggio = η σωσίβια λέμβος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |