Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salvatàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salvaˈtadʤo]

η διάσωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salvatacco salvatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giubbotto [αρσ.] di salvataggio = το σωσίβιο || scialuppa [θηλ.] di salvataggio = η σωσίβια λέμβος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salvare (ρ. μτβ.)
salvarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaslip (ουσ αρσ )
salvastrella (θηλ.ουσ)
salvatacco (ουσ αρσ )
salvataggio (ουσ αρσ )
salvatore (αρσ. επίθ και ουσ)
salvazione (θηλ.ουσ)
salve (επιφ.)
salve regina (ουσ αρσ και θηλ.)
salvezza (θηλ.ουσ)
salvia (θηλ.ουσ)
salvietta (θηλ.ουσ)
salvifico (επίθ.)
salvinia (θηλ.ουσ)
salvo (επίθ.)
salvo (πρόθ.)
salvo (σύνδ.)
samara (θηλ.ουσ)
samario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---