Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalvadorégno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salvadoˈreɲɲo] κάτοικος του Ελ Σαλβαντόρ salvadorégno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salvadoˈreɲɲo] ο του Ελ Σαλβαντόρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |