Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salvadorégno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salvadoˈreɲɲo]

κάτοικος του Ελ Σαλβαντόρ

salvadorégno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [salvadoˈreɲɲo]

ο του Ελ Σαλβαντόρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salvadanaio salvagente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saluto (ουσ αρσ )
salva (θηλ.ουσ)
salvabile (αρσ. επίθ και ουσ)
salvacondotto (ουσ αρσ )
salvadanaio (ουσ αρσ )
salvadoregno (ουσ αρσ )
salvadoregno (επίθ.)
salvagente (ουσ αρσ )
salvaguardare (ρ. μτβ.)
salvaguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaguardia (θηλ.ουσ)
salvamento (ουσ αρσ )
salvamotore (ουσ αρσ )
salvapunte (ουσ αρσ )
salvare (ρ. μτβ.)
salvarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaslip (ουσ αρσ )
salvastrella (θηλ.ουσ)
salvatacco (ουσ αρσ )
salvataggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---