Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salvaguardàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [salvagwarˈdare]

1 υπερασπίζω
2 περιφρουρώ
3 προασπίζω
4 προστατεύω
5 εξασφαλίζω

salvaguardarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [salvagwarˈdarsi]

1 προστατεύω
2 υπερασπίζομαι
3 υπεραμύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salvagente salvaguardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salvacondotto (ουσ αρσ )
salvadanaio (ουσ αρσ )
salvadoregno (ουσ αρσ )
salvadoregno (επίθ.)
salvagente (ουσ αρσ )
salvaguardare (ρ. μτβ.)
salvaguardarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaguardia (θηλ.ουσ)
salvamento (ουσ αρσ )
salvamotore (ουσ αρσ )
salvapunte (ουσ αρσ )
salvare (ρ. μτβ.)
salvarsi (ρ.μ. (αντων.))
salvaslip (ουσ αρσ )
salvastrella (θηλ.ουσ)
salvatacco (ουσ αρσ )
salvataggio (ουσ αρσ )
salvatore (αρσ. επίθ και ουσ)
salvazione (θηλ.ουσ)
salve (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---