Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈlume] 1 παστό χοιρινό 2 (al plurale: ((salumi))) αλίπαστα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |