Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalumière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saluˈmjɛre] 1 αλλαντοπώλης 2 χασάπης που σφάζει χοιρινά 3 ιδιοκτήτης μαγαζιού με μεζέδες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |