Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salumifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salumiˈfiʧo]

εργοστάσιο αλλαντικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salumiere salutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)
salume (ουσ αρσ )
salumeria (θηλ.ουσ)
salumiere (ουσ αρσ )
salumificio (ουσ αρσ )
salutare (επίθ.)
salutare (ρ. μτβ.)
salutarsi (ρ.μ. (αντων.))
salutazione (θηλ.ουσ)
salute (θηλ.ουσ)
salutifero (επίθ.)
salutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
saluto (ουσ αρσ )
salva (θηλ.ουσ)
salvabile (αρσ. επίθ και ουσ)
salvacondotto (ουσ αρσ )
salvadanaio (ουσ αρσ )
salvadoregno (ουσ αρσ )
salvadoregno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---