Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saltuariaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [saltuarjaˈmente]

1 χωρίς μέθοδο
2 με διακοπές
3 ακανόνιστα
4 ασυνεχώς
5 άτακτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salto saltuarietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)
salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)
salume (ουσ αρσ )
salumeria (θηλ.ουσ)
salumiere (ουσ αρσ )
salumificio (ουσ αρσ )
salutare (επίθ.)
salutare (ρ. μτβ.)
salutarsi (ρ.μ. (αντων.))
salutazione (θηλ.ουσ)
salute (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---