Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saltellàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [saltelˈlare]

1 ελαφροπερπατώ
2 υπερπηδώ
3 χοροπηδώ από χαρά
4 κινούμαι με πηδήματα
5 πάλλω
6 κτυπώ ρυθμικά
7 σφύζω
8 αναπηδώ ζωηρά
9 σκιρτώ
10 πάλλομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltellante saltellio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltato (επίθ.)
saltatore (ουσ αρσ )
saltatore (επίθ.)
saltellamento (ουσ αρσ )
saltellante (επίθ.)
saltellare (ρ.αμτβ.)
saltellio (ουσ αρσ )
saltello (ουσ αρσ )
saltelloni (επίρ.)
salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)
salubremente (επίρ.)
salubrità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---