Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saltàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [salˈtato]

1 σοτέ
2 τσιγαρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltare saltatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltabeccare (ρ.αμτβ.)
saltaleone (ουσ αρσ )
saltamartino (ουσ αρσ )
saltare (ρ.αμτβ.)
saltare (ρ. μτβ.)
saltato (επίθ.)
saltatore (ουσ αρσ )
saltatore (επίθ.)
saltellamento (ουσ αρσ )
saltellante (επίθ.)
saltellare (ρ.αμτβ.)
saltellio (ουσ αρσ )
saltello (ουσ αρσ )
saltelloni (επίρ.)
salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---