Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saltellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saltellaˈmento]

1 υπερπήδηση
2 άλμα
3 χοροπήδημα
4 πήδημα
5 αναπήδημα
6 παράλειψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saltatore saltellante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saltare (ρ.αμτβ.)
saltare (ρ. μτβ.)
saltato (επίθ.)
saltatore (ουσ αρσ )
saltatore (επίθ.)
saltellamento (ουσ αρσ )
saltellante (επίθ.)
saltellare (ρ.αμτβ.)
saltellio (ουσ αρσ )
saltello (ουσ αρσ )
saltelloni (επίρ.)
salterello (ουσ αρσ )
salterio (ουσ αρσ )
saltimbanco (ουσ αρσ )
saltimbocca (ουσ αρσ )
salto (ουσ αρσ )
saltuariamente (επίρ.)
saltuarietà (θηλ.ουσ)
saltuario (επίθ.)
salubre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---