Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaltellaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saltellaˈmento] 1 υπερπήδηση 2 άλμα 3 χοροπήδημα 4 πήδημα 5 αναπήδημα 6 παράλειψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |