Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passàre (ρ. μτβ.) passeràcei (ουσ αρσ πληθ.)
passàta (θηλ.ουσ) passeràio (ουσ αρσ )
passatèllo (αρσ. επίθ και ουσ) passerèlla (θηλ.ουσ)
passatèmpo (ουσ αρσ ) pàssero (ουσ αρσ )
passatìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) passeròtto (ουσ αρσ )
passàto (ουσ αρσ ) passìbile (επίθ.)
passàto (επίθ.) passiflòra (θηλ.ουσ)
passatóia (θηλ.ουσ) pàssim (επίρ.)
passatóio (ουσ αρσ ) passìno (ουσ αρσ )
passatóre (ουσ αρσ ) pàssio (ουσ αρσ )
passatùra (θηλ.ουσ) passionàle (επίθ.)
passatùtto (ουσ αρσ ) passionalità (θηλ.ουσ)
passaverdùra (ουσ αρσ ) passionàrio (ουσ αρσ )
passavivànde (ουσ αρσ ) passionàto (επίθ.)
passeggèro (ουσ αρσ ) passióne (θηλ.ουσ)
passeggèro (επίθ.) passionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passeggiàre (ρ.αμτβ.) passìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
passeggiàre (ρ. μτβ.) passìto (αρσ. επίθ και ουσ)
passeggiàta (θηλ.ουσ) passivaménte (επίρ.)
passeggiatóre (ουσ αρσ ) passivànte (επίθ.)
passeggiatrìce (θηλ.ουσ) passivàre (ρ. μτβ.)
passeggìno (ουσ αρσ ) passivazióne (θηλ.ουσ)
passéggio (ουσ αρσ ) passivìsmo (ουσ αρσ )
passe–partout (ουσ αρσ ) passività (θηλ.ουσ)
pàssera (θηλ.ουσ) passìvo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: