Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassatèmpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,passaˈtɛmpo] 1 απασχόληση να περνά η ώρα 2 χόμπι 3 ενασχόληση 4 αναψυχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |