Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [pasˈsare] 1 περνώ 2 (filtrare) διαπερνώ passàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pasˈsare] 1 (varcare) διασχίζω 2 (porgere) δίνω 3 (tempo, prova) περνώ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon mi è passato nemmeno per l'anticamera del cervello = ούτε κατά διάνοιαν || passare l'aspirapolvere = σκουπίζω με την ηλεκτρική σκούπα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |