Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passatùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,passaˈtutto]

1 μίξερ
2 συσκευή πολτοποίησης
3 πολτοποιητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passatura passaverdura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passato (επίθ.)
passatoia (θηλ.ουσ)
passatoio (ουσ αρσ )
passatore (ουσ αρσ )
passatura (θηλ.ουσ)
passatutto (ουσ αρσ )
passaverdura (ουσ αρσ )
passavivande (ουσ αρσ )
passeggero (ουσ αρσ )
passeggero (επίθ.)
passeggiare (ρ.αμτβ.)
passeggiare (ρ. μτβ.)
passeggiata (θηλ.ουσ)
passeggiatore (ουσ αρσ )
passeggiatrice (θηλ.ουσ)
passeggino (ουσ αρσ )
passeggio (ουσ αρσ )
passe–partout (ουσ αρσ )
passera (θηλ.ουσ)
passeracei (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---