Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpasséggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pasˈsedʤo] 1 χώρος περιπάτου 2 περιπατητές 3 σεργιάνι 4 βόλτα 5 περπάτημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |