Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passionalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [passjonaliˈta]

1 παραφορά
2 πόθος
3 θερμή συναισθηματική εκδήλωση
4 περιπάθεια
5 πάθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passionale passionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passiflora (θηλ.ουσ)
passim (επίρ.)
passino (ουσ αρσ )
passio (ουσ αρσ )
passionale (επίθ.)
passionalità (θηλ.ουσ)
passionario (ουσ αρσ )
passionato (επίθ.)
passione (θηλ.ουσ)
passionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passista (ουσ αρσ και θηλ.)
passito (αρσ. επίθ και ουσ)
passivamente (επίρ.)
passivante (επίθ.)
passivare (ρ. μτβ.)
passivazione (θηλ.ουσ)
passivismo (ουσ αρσ )
passività (θηλ.ουσ)
passivo (ουσ αρσ )
passivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---