ItalianoGreco


passività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [passiviˈta]

1 χρέος
2 υποχρέωση παθητικού
3 παθητικό
4 περιορισμός χημικών δράσεων
5 παθητικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---