Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pastèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtɛlla]

κουρκούτι (αλεύρι και νερό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pasteggiare pastellista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pastafrolla (θηλ.ουσ)
pastaio (ουσ αρσ )
pastasciutta (θηλ.ουσ)
pasteggiabile (επίθ.)
pasteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastella (θηλ.ουσ)
pastellista (ουσ αρσ και θηλ.)
pastello (αρσ. επίθ και ουσ)
pastetta (θηλ.ουσ)
pasticca (θηλ.ουσ)
pasticceria (θηλ.ουσ)
pasticciare (ρ. μτβ.)
pasticciato (επίθ.)
pasticciere (ουσ αρσ )
pasticcino (ουσ αρσ )
pasticcio (ουσ αρσ )
pasticcione (ουσ αρσ )
pastiche (ουσ αρσ )
pastificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---