Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pastétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtetta]

1 εκλογομαγείρεμα
2 νοθεία
3 απάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pastello pasticca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pasteggiabile (επίθ.)
pasteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastella (θηλ.ουσ)
pastellista (ουσ αρσ και θηλ.)
pastello (αρσ. επίθ και ουσ)
pastetta (θηλ.ουσ)
pasticca (θηλ.ουσ)
pasticceria (θηλ.ουσ)
pasticciare (ρ. μτβ.)
pasticciato (επίθ.)
pasticciere (ουσ αρσ )
pasticcino (ουσ αρσ )
pasticcio (ουσ αρσ )
pasticcione (ουσ αρσ )
pastiche (ουσ αρσ )
pastificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastificazione (θηλ.ουσ)
pastificio (ουσ αρσ )
pastiglia (θηλ.ουσ)
pastina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---