Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpasticciàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pastitˈʧato] μαγειρεμένος με τυρί - βούτυρο και σάλτσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |