Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpasto] το φαΐ, το γεύμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfuori pasto = το κολατσιό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |