Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pastóra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtora]

βοσκοπούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pastone pastorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pastinaca (θηλ.ουσ)
pasto (ουσ αρσ )
pastocchia (θηλ.ουσ)
pastoia (θηλ.ουσ)
pastone (ουσ αρσ )
pastora (θηλ.ουσ)
pastorale (ουσ αρσ )
pastorale (θηλ.ουσ)
pastorale (επίθ.)
pastore (ουσ αρσ )
pastorella (θηλ.ουσ)
pastorello (ουσ αρσ )
pastorizia (θηλ.ουσ)
pastorizio (επίθ.)
pastorizzare (ρ. μτβ.)
pastorizzato (επίθ.)
pastorizzatore (ουσ αρσ )
pastorizzazione (θηλ.ουσ)
pastosità (θηλ.ουσ)
pastoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---